"Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια πριγκίπισσα της Αραβίας. Ήταν πανέμορφη, σαν τη νύχτα της ερήμου, γενναιόδωρη σαν σύννεφο που δίνει όλον τον εαυτό του για να ευλογήσει την ξερή γη, πλουσιότερη κι από την πιο παραμυθένια βασίλισσα που άκουσες ποτέ. Μια μέρα καθώς ατένιζε από το παράθυρο του παλατιού της, τα μάτια της έπεσαν πάνω σε έναν νεαρό, να ασκεί το επάγγελμα του πορτοφολά μέσα στα πλήθη του παζαριού. Είδε, τα ευκίνητα δάχτυλά του να βουτούν πότε εδώ και πότε εκεί και ποτέ δεν εμφανιζόταν χωρίς ένα λάφυρο στο χέρι. Η πριγκίπισσα χτύπησε τα δάχτυλά της. Με την ταχύτητα της σκέψης ο αρχηγός της φρουράς εμφανίστηκε πλάι της. Του έδειξε τον κλέφτη και λίγες στιγμές αργότερα τον έβλεπε να τον φέρνουν σηκωτό μέσα στο παλάτι.
Οι φρουροί τον πέταξαν στο πάτωμα μπροστά της. Ο δήμιος χάιδεψε τη λεπίδα του με την προσδοκία να αναλάβει εργασία. Αλλά όχι.. Το αγόρι την κοίταξε μέσα στα μάτια, κι από εκείνη τη στιγμή αυτή δεν ήταν μια πριγκίπισσα αλλά η σκλάβα του. Διέταξε το φρουρό να φύγει και παρακάλεσε το παλικάρι να την παντρευτεί. Φυσικά, αυτός αμέσως δέχτηκε.
Τον έντυσαν μέσα στα ομορφότερα μετάξια ενώ ο γάμος ετοιμαζόταν. Στα χωριστά τους διαμερίσματα αυτός ονειρεύθηκε την ομορφιά της και αυτή να τον λούζει με όλα τα πλούτη του βασιλείου της. Κι όμως τη νύχτα του γάμου τους, προτού τα χείλη του αγγίξουν το δισκοπότηρο της ομορφιάς της, μέσα από το παράθυρο, το σεληνόφως φώτισε το βραχιόλι της πάνω στο τραπεζάκι του νυμφώνα. Το πράσινο του σμαραγδιού, το βαθύ κόκκινο του ρουμπινιού, και η κρύα φωτιά του διαμαντιού άστραψαν στο μάτι του μέσα στη νύχτα. Είχε την ομορφότερη των γυναικών να τον περιμένει, με τα μάτια κλειστά στο γαμήλιο κρεββάτι - κι όμως τα μάτια του πάρθηκαν απο το στραφτάλισμα των κοσμημάτων. Με ένα σύντομο φιλί κι ένα αντίο πάνω από το φρύδι, της βούτηξε το βραχιόλι, το έχωσε στην τσέπη του, πήδηξε απο το παράθυρο κι άρχισε να τρέχει μέσα στη νύχτα.
Το άλλο πρωι η πριγκίπισσα, στην οποία όταν γεννήθηκε τα καλά πνεύματα της υποσχεθήκαν μόνο ευτυχία, ξύπνησε με έναν καλύτερο, αφοσιωμένο σύζυγο στο πλευρό της, τον οποίο γέμισε με τα πλούτη και την ομορφιά της. Το παλικάρι, ξερό και διψασμένο από την φρενήρη απόδρασή του κατέληξε σε μια ταβέρνα στο δρόμο. Ξαναμμένος με τα νέα πλούτη του, παρήγγειλε σαμπάνια. Σε αυτό το χάνι όμως ήταν τόσο σπάνια μια τέτοια παραγγελία που ο ταβερνιάρης ζήτησε να δει τα λεφτά του. Το αγόρι έβαλε το χέρι στην τσέπη του και δεν βρήκε τίποτε άλλο από ενα ξερόκλαδο αμπελιού, του οποίου τα σταφύλια μαραμένα από έλλειψη φροντίδας έγιναν σκόνη μπρος στα μάτια του.."
Οι φρουροί τον πέταξαν στο πάτωμα μπροστά της. Ο δήμιος χάιδεψε τη λεπίδα του με την προσδοκία να αναλάβει εργασία. Αλλά όχι.. Το αγόρι την κοίταξε μέσα στα μάτια, κι από εκείνη τη στιγμή αυτή δεν ήταν μια πριγκίπισσα αλλά η σκλάβα του. Διέταξε το φρουρό να φύγει και παρακάλεσε το παλικάρι να την παντρευτεί. Φυσικά, αυτός αμέσως δέχτηκε.
Τον έντυσαν μέσα στα ομορφότερα μετάξια ενώ ο γάμος ετοιμαζόταν. Στα χωριστά τους διαμερίσματα αυτός ονειρεύθηκε την ομορφιά της και αυτή να τον λούζει με όλα τα πλούτη του βασιλείου της. Κι όμως τη νύχτα του γάμου τους, προτού τα χείλη του αγγίξουν το δισκοπότηρο της ομορφιάς της, μέσα από το παράθυρο, το σεληνόφως φώτισε το βραχιόλι της πάνω στο τραπεζάκι του νυμφώνα. Το πράσινο του σμαραγδιού, το βαθύ κόκκινο του ρουμπινιού, και η κρύα φωτιά του διαμαντιού άστραψαν στο μάτι του μέσα στη νύχτα. Είχε την ομορφότερη των γυναικών να τον περιμένει, με τα μάτια κλειστά στο γαμήλιο κρεββάτι - κι όμως τα μάτια του πάρθηκαν απο το στραφτάλισμα των κοσμημάτων. Με ένα σύντομο φιλί κι ένα αντίο πάνω από το φρύδι, της βούτηξε το βραχιόλι, το έχωσε στην τσέπη του, πήδηξε απο το παράθυρο κι άρχισε να τρέχει μέσα στη νύχτα.
Το άλλο πρωι η πριγκίπισσα, στην οποία όταν γεννήθηκε τα καλά πνεύματα της υποσχεθήκαν μόνο ευτυχία, ξύπνησε με έναν καλύτερο, αφοσιωμένο σύζυγο στο πλευρό της, τον οποίο γέμισε με τα πλούτη και την ομορφιά της. Το παλικάρι, ξερό και διψασμένο από την φρενήρη απόδρασή του κατέληξε σε μια ταβέρνα στο δρόμο. Ξαναμμένος με τα νέα πλούτη του, παρήγγειλε σαμπάνια. Σε αυτό το χάνι όμως ήταν τόσο σπάνια μια τέτοια παραγγελία που ο ταβερνιάρης ζήτησε να δει τα λεφτά του. Το αγόρι έβαλε το χέρι στην τσέπη του και δεν βρήκε τίποτε άλλο από ενα ξερόκλαδο αμπελιού, του οποίου τα σταφύλια μαραμένα από έλλειψη φροντίδας έγιναν σκόνη μπρος στα μάτια του.."
Το βιβλίο αφορά όσους αγαπούν την πριγκίπισσα πραγματικά..
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου